ανάγκη ουσ θ ανάγκη [a'naŋɟi]
1 υποχρέωση είναι ανάγκη να
2 για κάτι που είναι επείγον κατάσταση έκτακτης ανάγκης
3 κάτι που χρειάζομαι έχω ανάγκη από χρήματα Σε έχω ανάγκη.
Δεν ήταν ανάγκη! ευγενική προσφώνηση
στην ανάγκη αν δε γίνεται αλλιώς.
No comments:
Post a Comment